- ἀγνόησας
- ἀ̱γνόησας , ἀγνοέωnot to perceiveaor ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀγνοέωnot to perceiveaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγνοήσας — ἀγνοήσᾱς , ἀγνοέω not to perceive aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλαξ — (I) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*. (II) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία ἔνιοι δὲ μέλλαξ καὶ παρ Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο… … Dictionary of Greek